- χωροβατώ
- -έω, ΜΑ [χωροβάτης]βαδίζω, περπατώμσν.παθ. χωροβατοῡμαι, -έομαι- κυριεύομαι από εισβολέα, κατακτώμαιαρχ.1. (σχετικά με εδαφικές εκτάσεις) μετρώ με βήματα2. χρησιμοποιώ χωροβάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωροβατῶ — χωροβατέω measure by paces pres subj act 1st sg (attic epic doric) χωροβατέω measure by paces pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)